- προτεραιότητα
- η, Ν1. το να βρίσκεται κανείς ή κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, το να προηγείται στη σειρά, την τάξη ή τον χρόνο2. φρ. α) «δικαίωμα προτεραιότητας»i) το δικαίωμα που έχει κανείς λόγω ανώτερης θέσης την οποία κατέχει ή λόγω προηγούμενων ενεργειών τουii) το δικαίωμα οδηγού οχήματος που έρχεται από τα δεξιά ώστε να περάσει πρώτος σε διασταύρωσηβ) «δρόμος με προτεραιότητα» — ο κεντρικός δρόμοςγ) «δίνω προτεραιότητα σε κάτι» — προτάσσω κάτι επειδή τό θεωρώ σημαντικότερο ή πιο επείγον ή επειδή έτσι υπαγορεύει κάποιος κανόναςδ) «κανόνας προτεραιότητας»βιολ. αρχή που διέπει την ονοματολογία ζώων και φυτών και σύμφωνα με την οποία κατοχυρώνεται η λατινική επιστημονική ονομασία ενός γένους ή είδους που πρωτοδιατύπωσε ένας ζωολόγος ή βοτανολόγος, αρκεί να είναι σύμφωνη με τους κανόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < προτεραῖος. Η λ., στον λόγιο τ. προτεραιότης, μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Αργυρόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.